τετράμηνος — of four months masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
τετράμηνον — τετράμηνος of four months masc/fem acc sg τετράμηνος of four months neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμήνοις — τετράμηνος of four months masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμήνου — τετράμηνος of four months masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμήνους — τετράμηνος of four months masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμήνῳ — τετράμηνος of four months masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράμηνα — τετράμηνος of four months neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράμηνοι — τετράμηνος of four months masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek